Friday, July 30

Αφιξη

Κι όταν τέθηκε, λοιπόν, το καυτό ερώτημα «Και τώρα, σε ποια χώρα θα μείνουμε;», και λίγες μέρες ακόμη πριν σκάσω μύτη με σκασμένα από το κρύο χείλια και κατασκασμένη γενικώς από τα νεύρα μου στο αεροδρόμιο του Βερολίνου, πίστευα πως θα μείνουμε στην Ελλάδα. Πήγε λέει πίσω για να φέρει το αυτοκίνητο.. Κι αντί να έρθει το αυτοκίνητο.. κίνησα να πάω εγώ στα βόρεια… Ακόμα δεν θα ξεχάσω την απορία μου, μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο. Μα γιατί δεν περίμενε καμιά δυο μέρες να περάσει ο χιονιάς και να έρθω μετά.. Να ταλαιπωρείται να κάνει τόση διαδρομή μέσα στα χιόνια… Πού να φανταστώ πως μήνες θα περνούσαν για να δω τι χρώμα έχει ο τόπος κάτω από αυτό το άσπρο σεντόνι… Και να ’μαι που φτάνω στη Γερμανία, με ένα σάκο γεμάτο μόνο ρούχα. Ησυχία στο αυτοκίνητο, μουντή νυχτερινή πορεία με φόντο τα χιονισμένα δέντρα του αυτοκινητόδρομου. Στάση σε ένα βενζινάδικο.. Ένα ψωμάκι με λουκάνικο, και πάλι ξανά στο δρόμο. Από το Βερολίνο στο Κότμπους, κι από κει στους επαρχιακούς δρόμους. Ψυχή ζώσα στον ορίζοντα… Τίποτα. Μόνο τα κίτρινα φώτα στους δρόμους κι ερημιά. Ώσπου να φτάσουμε στο «χωριό». Χωριό, για τα ελληνικά δεδομένα, δεν το λες αυτό. Σπίτια, διάσπαρτα, με κήπους. Μεγάλα. Δίπλα τους ξεφυτρώνει πού και πού και κάποια πολυκατοικία. Από αυτές, τις σοβιετικές. Τις εργατικές. Χωρίς μπαλκόνια, χωρίς τίποτα. Κουτιά. Θέσεις παρκινγκ που μοιάζουν με στάβλους για τα σύγχρονα άλογα. Κάποιο άχαρο μαγαζί με μια τεράστια ταμπέλα. Κέντρο δεν υπάρχει, πλατεία, κάτι για να πεις πως εδώ είναι η καρδιά του χωριού. Ούτε καλντερίμια, δρομάκια, τίποτα. Πιο πέρα το «μπλοκ» με το σουπερμάρκετ, ένα φαρμακείο, ένα ανεκδιήγητο παντοπωλείο, έναν οδοντίατρο και μια παμπ. Σαν βιομηχανικά κτίρια όλα αυτά, μαζεμένα γύρω από το αχανές πάρκινγκ. Ο δρόμος του σπιτιού «μας», μου θυμίζει παλιό γουέστερν… Μία ευθεία με άδεια σπίτια και μαγαζιά, νομίζεις πως θα σηκώσει κουρνιαχτό, κι ας έχει άσφαλτο και περιμένεις να σκάσουν μύτη οι καουμπόυδες με τα κουμπούρια να αλληλοσκοτωθούνε. Η «σκόνη» από χιόνι που σηκώνει ο αέρας με βάζει πιο πολύ στο κλίμα. Να μπούμε μέσα. Στο σπίτι. Χιονισμένος ο κήπος. Πάγος κάτω, τα κλαδιά των δέντρων φορτωμένα. Η γάτα με συμπάθησε. Θα πρέπει να βρω τρόπο να νοιώσω άνετα εδώ. Με τα γονικά. Με την αυτόματη μηχανή του καφέ. Με το άδειο μπάνιο των επισκεπτών στη σοφίτα. Με ένα παιδικό δωμάτιο που δεν ανήκει σε κανέναν πια. Με έναν τάρανδο-χαλί με μια χριστουγεννιάτικη κορδέλα γύρω από το λαιμό του που δε μου θυμίζει τα δικά μου παιδικά χρόνια. Με όλα αυτά τα εφηβικά βιβλία γραμμένα σε μιαν άλλη γλώσσα. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως μπορώ να νοιώσω τόσο ξένη. Πώς θα τα κάνω όλα αυτά δικά μου, και θα συνεχίσω να είμαι εγω;