Tuesday, July 11

Περί συγκίνησης

Ο λόγος περί συγκίνησης. Για να το θέσω απλά, με απασχολεί πολύ το ότι τελευταία έχω γίνει μία αδιόρθωτη, καταραμένη κλαψιάρα. Κλαίω σαν μωρό παιδί βλέποντας ειδήσεις, ξεσπάω σε λυγμούς μέσα στο μετρό απλώς επειδή σκέφτομαι την condition humaine, τρέχω στις τουαλέτες των εστιατορίων να πλύνω τα μάτια μου και να ρίξω κρύο νερό στα μούτρα μου μπας και συνέλθω... αλλά τίποτα. Θα μπορούσα άνετα φαντάζομαι να είμαι κάποια δευτεροκλασάτη ημίτρελλη ηρωίδα του Mάρκες ή ακόμα καλύτερα του Τom Robbins. Κάπου εκεί να κλαψουρίζω λίγο πιο πέρα από τον τύπο με τις μέλισσες στο κεφάλι... Τώρα, αυτό που έχει πιο πολύ νόημα να ειπωθεί είναι πως δεν κλαίω εύκολα. Το εννοώ όσο αστείο κι αν ακούγεται. Δεν κλαίω ποτέ για μικρά πράγματα. Με παίρνουν τα ζουμιά με πράγματα αληθηνά, βαθιά, αναπόδραστα τραγικά. Δεν είναι λίγο να βάζεις μέσα σου το δράμα ενός ανθρώπου. Πάντα βέβαια ερχόμασταν σε επαφή με τέτοια δράματα. Απλά τα περνάγαμε ξώφαλτσα. Αν όμως τα κοιτάγαμε στα μάτια, όλοι θα κλαίγαμε πρωί-βράδυ με μαύρο δάκρυ. Και για να εικονογραφήσω κάπως αυτό που λέω θα σας γράψω ένα παράδειγμα. Ένα απόγευμα ακούτε ειδήσεις. Ένα χαζό χειμωνιάτικο απόγευμα. Μία κυρία έκλεψε κάτι χαζομάρες από το super-market. Και όταν την επιασαν έπαθε έμφραγμα. Οριακά ακούγεται αστείο,ε; Όχι βέβαια. Μία μεγάλη γυναίκα από τη Γεωργία που η μοίρα της την έριξε σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη μπήκε στο super market να ψωνίσει και προφανώς δεν είχε αρκετά λεφτά για 'πολυτέλειες'. Πήρε μόνο τα φαγώσιμα. Πόσες φορές θα είχε πάει να πάρει μόνο τα άκρως απαραίτητα; Κάποια στιγμή ενέδωσε. Έκρυψε στα ρούχα της ένα καλσόν και μία σοκολάτα. Ένα καλσόν και μία σοκολάτα! Πόσες φορές θα είχε 'αραγε αντισταθεί στο να το κάνει; Τι να σκέφτηκε και να πείσθηκε τελικά να το κάνει; Κι όταν χτύπησε ο συναγερμός, όταν την 'έπιασαν' και τελικά την άφησαν χωρίς να κάνουν κάτι παραπάνω εκείνη δε σκέφτηκε 'ουφ, τη γλύτωσα'. Έπαθε εγκεφαλικό και εμφραγμα μαζί στην έξοδο του μαγαζιού. Από ντροπή. Από ντροπή!!! Πώς να είχε μεγαλώσει και πού, σε ποια γη και με ποιά μάνα να τη νανουρίζει, πώς μπόρεσε να επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο ένας τετοιος άνθρωπος; Πόσο πολύ να ήθελε αυτό το καλσόν και αυτή τη σοκολάτα ώστε να κάνει κάτι που το θεωρούσε τόσο παράτολμο και ντροπιαστικό; Και να μην είναι ένας άνθρωπος εκεί να την προλάβει... Να της πει για όλους αυτούς που σκοτώνουν δίχως οίκτο. Για όλους αυτούς που καθημερινά πατάνε τους γύρω τους... Γι΄αυτούς που δεν θα πάθαιναν ποτέ έμφραγμα για τέτοιους λόγους. Πώς να την προλάβεις; Πώς να την πείσεις; Τι να της πεις; Εκτός από αντίο... Όλα αυτά για να πω τελικά πως αυτή η ενοχλητική συγκίνηση συνδέεται πάντα με πράγματα που μου μοιάζουν σημαντικά και μεγάλα. Που κατά την αποψή μου θα έκαναν τον καθένα να κλάψει. Κι όμως. Κι όμως κανείς δεν κλαίει. Ούτε κι εγώ θα κλαίω σε λίγο. Θα το 'ξεπεράσω'. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι λόγοι θα έχουν εκλείψει. Λογικά θα κατέληγα τώρα σε κάποια θεωρητικοποίηση του τύπου 'πού πάμε όταν όλα αυτά συμβαίνουν γύρω μας και εμείς τα αγνοούμε, τα συνηθίζουμε και τα προσπερνάμε'. Είναι αλήθεια πως τα προσπερνάμε. Έχω προσπεράσει ανθρώπους που ούρλιαζαν πως πεινάνε. Δεν έχω γυρίσει να κοιτάξω ανθρώπους που παρακαλάνε για ένα τικέτο εστιατορίου. Εγώ κι ένα κάρο κόσμος μαζί μου. Εγώ, που αν με έβλεπε η γιαγιά μου να κάνω κάτι τέτοιο θα έριχνε κεραυνό να με κάψει. Και δεν έχω καμία διάθεση να αρχίσω πάλι τις θεωρητικές αρλούμπες. Θέλω να δω εδώ και τώρα τι μπορώ να κάνω. Τι μπορούμε να κάνουμε. Ίσως η λέξη μετουσίωση να είναι λέξη κλειδί, για μία ακόμη φορά. Να μετουσιώσουμε αυτό το κλάμα, αυτό που προκαλεί αυτό το κλάμα σε κάτι που να είναι δράση, που να είναι πράξη. ΄Οσο μικρή κι αν είναι η εμβέλειά της. Τελικά δεν θέλω να το 'ξεπεράσω'. Να το πιάσω από τα κέρατα θέλω.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home